αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… … Dictionary of Greek
κοιλαράς, -ού, -άδικο — αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά: Δε μου αρέσουν οι κοιλαράδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωνακλάς, -ού, -άδικο — αυτός που συνηθίζει να μιλάει μεγαλόφωνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωναράς, -ού, -άδικο — φωνακλάς (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοντρομπαλάς, -ού, -άδικο — ο πάρα πολύ χοντρός στο σώμα, ο σωματώδης: Μας ήρθε με τη γυναίκα του τη χοντρομπαλού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυλογάς, -ού — άδικο και ούδικο αυτός που λέει πολλά, ο φλύαρος: Είναι ένας φοβερός πολυλογάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
σαβουράδικο — το, Ν ερματοφόρο πλοίο, πλοίο που μεταφέρει σαβούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαβούρα + κατάλ. άδικο (πρβλ. γκαζ άδικο, ψαρ άδικο)] … Dictionary of Greek
άδικος — η, ο επίρρ. α και αδίκως 1. αυτός που δεν είναι δίκαιος: Ήταν σκληρός και άδικος άνθρωπος. 2. ασεβής, αμαρτωλός: Ο Θεός στέλνει τα καλά του σε δίκαιους και άδικους. 3. μάταιος, ανωφελής: Θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά άδικος κόπος. 4. το ουδ. ως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… … Dictionary of Greek